ἀναβλύζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναβλύζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναβλύζω Ἤπ. Κεφαλλ. Κρήτ. Πόντ (Σινώπ.) ἀναβλύζου Ἤπ. (Ζαγόρ. Τσαμαντ.) Τσακων. ἀναβιβλύζω Θρᾴκ. (Μυριόφ. Στέρν.) ἀνεβρουβλάω Θρᾴκ. (Στέρν.) ᾿νιβρουλάου Θρᾴκ. (Κομοτ.) γ’ ἑνικ. πρόσωπ.ἀναβλεῖ Πόντ. (Σινώπ.) Μετοχ. ἀνεβλυσμένος Πάρ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἀναβλύζω. Ὁ τύπ. ἀναβιβλύζω ἐκ διπλασιασμοῦ. Πβ. ἀναβελάζω-ἀναβιρβιλιˬάζω κττ. Ὁ τύπ. ἀνεβρουβλάω κατ᾽ ἐπίδρασιν τοῦ συνων. ἀναβρύω. Ὁ τύπ. ἀναβλεῖ ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ἀναβλῶ. Ὁ σχηματισμὸς περισπωμένων ρ. παρὰ τὰ εἰς -ζω συνήσης, πβ. αἱματοκυλίζω-αἱματοκυλῶ κττ.

Σημασιολογία

1) ᾿Αναδίδω ὑγρόν, ἀναβρύω ἔνθ’ ἀν. : Τοὺ νιρό ᾿νιβρουλᾷ Κομοτ. ‖ Φρ. ’Σ τὸ dάφο τοῦ bεκρῆ ἀναβλύζει κρασάκι Κρήτ. Κακία ἀπό μέσα τως ἀναβλεῖ Σινώπ. Συνών. ἀναβλυˬάζω, ἀναβολάζω 2, ἀναβρύω. 2) Ἡ παθ. μετοχ. ἀνεβλυσμένος=ὁ εὐτυχῶν και δίδων, ἐλευθέριος Παρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/