ἀναβόλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναβόλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀναβόλα ἡ, Πελοπν. (Καλάβρυτ. Λεντεκ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Καλοσκοπ.) -Λεξ. ’Ηπίτ. Πρω. Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀναβολή. Περὶ τῆς λ. ἰδ. ΣΨάλτην ἐν ᾿Αθηνᾷ 29 (1917) Λεξικογρ. ᾽Αρχ. 18 κἑξ.

Σημασιολογία

1) Τὸ κατὰ τὰ ἄκρα τοῦ ἀγροῦ μέρος, τὸ ὁποῖον συμβαίνει ἐνίοτε νὰ εἶναι ἕνεκα τῆς συσσωρεύσεως χώματος ὑψηλότερον τῆς ἄλλης ἐπιφανείας τοῦ ἀγροῦ, καλλιεργεῖται δὲ οὐχὶ διὰ τοῦ ἀρότρου, ἀλλὰ διὰ τῆς σκαπάνης Στερελλ. (Αἰτωλ. Καλοσκοπ.): Δὲν καμώνιτι ἡ άναβόλα, σκάψ’ την μὶ τοὺ τσαππἰ Αἰτωλ. ᾿Αναβόλα, βουϊδάκι μ’! (παρακέλευσμα πρὸς τὸν ἀροτῆρα βοῦν νὰ προχωρήσῃ ὅσον τὸ δυνατὸν περισσότερον πρὸς τὸ τέρμα διὰ νὰ μείνῃ μικρότερον τμῆμα ἀκαλλιέργητον διὰ τοῦ ἀρότρου) Καλοσκοπ. Συνών. ἀναβολάδα, ἀναβολὴ 2. Πβ. ἀνάβολος. β) Τμῆμα ἀγροῦ ἀκαλλιέργητον ἐν μέσῳ ἐσπάρμένων ἀγρῶν Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Στερελλ ( Αἰτωλ.) : Σῦρε ἀπόλυσε τἁ ζὰ ’ς τὴν ἀναβόλα Καλάβρυτ. Μπῆκαν τά βόιˬδιˬα μέσ᾿ ᾽ς τὴν ἀναβόλα Αἰτωλ. 2) Ἀντηρὶς ἐπὶ ἐπικλινῶν ἀγρῶν καὶ ἀμπέλων σχηματιζομένη διά κατασκευῆς τοιχίσκου ἐκ λίθων ἄνευ συνδετικῆς ὕλης διὰ νὰ μὴ παρασύρεται τὸ χῶμα ὑπὸ τῶν καταρρεόντων ὑδάτων Πελοπν. (Λεντεκ.)-Λεξ. Ἠπίτ. Πρω. Δημητρ. Συνών. ἀποδόμι, δόμακας, δόμαρι, δόμη, δόμος, δέτης, πεζούλλα, πεζούλλι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/