ἀναβολεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναβολεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναβολεύω Δ.Κρήτ. ἀναβουλεύου Λέσβ.(Μυτιλήν.) ἀναβολεύγω Δ.Κρήτ. ἀνεβολεύω Α.Κρἠτ. ἀνιβουλεύου Λέσβ.(Μυτιλήν.) ᾿νεολεύγω Τῆλ.

Ετυμολογία

Εκ τοῦ οὐσ. ἀναβολή.

Σημασιολογία

1) Ἀνέρχομαι τὴν ἀνωφέρειαν Κρήτ. Τῆλ.: Ἀπῆς ἀναβολέψαμε, δὲν ἐbόρουνε bλεˬὸ νἀ σαλεύω Δ.Κρήτ. Συνών.ἀναβολάζω 1, ἀναβολεματίζω 1, ἀνηφορίζω, ἀντίθ. κατηφορίζω. β) Διέρχομαι τὸν ἀνήφορον καὶ εἰσέρχομαι εἰς ἐπίπεδον μέρος Κρήτ. : Σὰν ἀνεβολέψαμε ἐπαέ, δὲ φοβούμαστε bλεὸ Α.κρήτ. 2) Συχνάζω που Λεσβ. (Μυτιλήν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/