ἀναβολὴ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναβολὴ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀναβολὴ ἡ, λόγ. κοιν. καὶ δημώδ. ᾿Αττικ. Εὔβ.(Ὀξύλιθ.) Θεσσ.(Ἁλμυρ.) Θρᾴκ. Κάλυμν. Καππ.(᾽Αραβάν. Σίλ.) Κρήτ. Κῶς Πελοπν.(Βούρβουρ. Λακεδ. Λακων Λάστ. Μαν. Οἰν. κ.ἀ.) -Κορ Ἄτ. 2,44 ἀναβολὰ Σύμ. ἀναβουλἡ Θρᾴκ.(Αἶν.) Παξ. Σαμ κ. ἀ. ἀνεβολὴ Μέγαρ. ἀνιβουλὴ Λῆμν. Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀναβολή. Περὶ τῆς λ. ἰδ. Σψάλτην ἐν ᾿Αθηνᾷ 29 (1917) Λεξικογρ. ᾽Αρχ. 20 κἑξ. Ὁ τύπ. ἀναβολὰ πιθανώτατα Δωρικός.
Σημασιολογία
1) Τὸ μέρος, ἀπόπου ἀρχίζει ἡ ἀνωφέρεια, πρόποδες βουνοῦ Πελοπν.(Λάστ.): Ἡ Λάστα εἷναι ᾿ς τὴ ρίζα τοῦ βουνοῦ τοῦ ἁγιˬο-Λˬιᾶ κιˬ ἀντικρύ της ‘ς τὴν ἀναβολὴ ‘ς τὰ πόδια τῆς Πατερότσας ἔναι ἡ Γρανίτσα. Πβ. ἀναβάλλουσα 2, ἀναβολάρις 1, ἀναβόλεμα 1. 2) Τὸ κατὰ τὰ ἄκρα τοῦ ἀγροῦ μέρος, τὸ ὁποῖον ὀργώνεται ὄχι διὰ τοῦ ἀρότρου, ἀλλὰ διὰ τῆς σκαπάνης (ἡ σημ. προῆλθεν ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀναβολή , ἐκ τοῦ συσσωρευθέντος δηλ. χώματος) Εὔβ.(Ὀξύλιθ.) Πελοπν.(Βούρβουρ. Λακεδ. Μάν. Οἰν.): Ἄν βολῇ, κάνουμε καὶ τὴν ἀναβολὴ (κάνουμε=ὀργώνομε) Βούρβουρ Ἔκαμα δυˬὸ ἀναβολές κ᾿ ἔφυγα Μάν. Πβ. Ξενοφ. ᾿Ανάβ. 5, 2, 5 «τάφρος ἀναβεβλημένη καὶ σκόλοπες ἐπὶ τῆς ἀναβολῆς» καὶ Εὐστάθ. 1229, 49 «ἀναβολαὶ τάφρων, τὸ ἐκ τῶν τάφρων ἀναβαλλόμενον χῶμα». Συνών. ἀναβόλα 1, ἀναβολάδα. Πβ. ἀνάβολος 1. β) Ἡ τῶν ἀροτριώντων βοῶν στροφὴ κατὰ τὰ ἄκρα τῶν ἀγρῶν Πελοπν. (Βουρβουρ. Λάκων. Μάν.) Σάμ. Ἀπάνου ’ς τὴν ἀναβουλὴ μ᾿ χάλασι τοὺ ὑνὶ Σαμ. ‖Φρ. Χόο, ἀναβολὴ ! (φωνάζει ὁ ζευγηλάτης πρὸς τοὺς βοῦς διὰ νὰ κάμωσι στροφὴν) Βούρβουρ. γ) Αὖλαξ διὰ τοῦ ἀρότρου σχηματιζομένη, χρησιμεύουσα ὡς ὅριον τῶν ἀγρῶν Μέγαρ. δ) Αὐλακεˬὰ συρομένη προκαταρκτικῶς ἐν ἀκαλλιεργήτῳ ἀγρῷ διὰ νὰ ἀποχωρίσῃ τμῆμα αὐτοῦ, τὸ ὁποῖον μέλλει νὰ καλλιεργηθῇ Κρήτ. Συνών. παραβολἠ. ε) ᾿Οχετὸς διοχετεύων ὕδωρ πρὸς ποτισμὸν ἀγροῦ ᾿Αττικ. Συνών ἀμπολὴ 4.3) Τὸ μέρος, ἔνθα ἀναβλύζει. πηγὴ ὕδατος Καππ.(Ἀραβάν.) Πβ. καὶ Θεοφρ. Ἀποσπ. περὶ πυρὸς 16 «τὸ ὑπερζεῖν ἐστὶν ἀναβολὴ τῶν πομφολύγων» καὶ Ἡσύχ. «ἀμβολάδην· ἀναβολῇ χρώμενος, ἀναζέων, ἀναβάλλων». Πβ. ἀμπολή, ἀναβάλλουσα. 4) Ἐμετὸς Κάλυμν. Κῶς Λῆμν. Κορ Ἄτ. 2,44: Ἔκαμαν ἀναβολὴν Κορ. ἔνθ' ἀν. Φρ. Νὰ φάς τ᾿ν ἀνιβουλὴ τὴ πράσι’ (νὰ φάς τὰ ξεράσματα τῆς χολῆς σου) Λῆμν. Συνών. ἀναβόλεμα 2, ξέρασμα.Πβ. ξερατό . 5) Ἀπόπλους ἐκ τῆς παραλίας πρὸς τὸ πέλαγος (ἀνάβασις ἐκ τῶν κάτω πρὸς τὰ ἄνω) Αἶν. Διὰ τὴν σημ. πβ. τὸ μεσν. ἀναβάλλω ἐν Θεοφ. Χρονογρ. 353,25 (ἔκδ. DeBoor) «τούτῳ τῷ ἔτει ὁ προλεχθεὶς τῶν θεομάχων στόλος ἀναβάλας προσώρμισεν ἐν τοῖς Θρακῴοις μέρεσιν». 6) Ἡ χρυσοΰφαντος μεταξωτὴ σκέπη τοῦ προσώπου τῆς νύμφης. Καππ. (Ἀραβάν. Σίλ.) Ἡ σημ. ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀναβολὴ Πβ. Πλατ. Πρωτ. 342c «βραχείας ἀναβολὰς φοροῦσι». Πβ. ἀναβολάδι, ἀναβόλα͜ιο, ἀναβόλι! 1. 7) Παραπομπὴ ἐκτελέσεως πράξεώς τινος εἰςτὸν μετέπειτα χρόνον λόγ κοιν.: Νὰ τὸ κάνῃς χωρὶς ἀναβολή. Τὸ πρᾶμα δὲ σηκώνει ἀναβολές. Παίρνω ἀναβολὴ (ἐνν. τόσων μηνῶν ἤ ἐτῶν· ἐπὶ τοῦ στρατευσίμου κληρωτοῦ, ὅστις συνήθως διὰ λόγους σπουδῶν ἢ ὑγείας λαμβάνει ἀναβολὴν κατατάξεως εἰς τὸν στρατὸν πρὸς ἐκπλήρωσιν τῆςθητείας του). 8) Μνεία προσώπου τινὸς ἀπόντος Θεσσ. (Ἁλμυρ.) Σύμ. : Τὴν ἀναβολάν σου εἶχαν Σύμ. Συνών. ἀθιβολὴ 4, συναφορά. β) Θέμα ὁμιλίας Παξ. 9) Μαγικόν τι ἀντικείμενον προερχόμενον ἀπὸ ὄφεις καὶ φερόμενον ὡς περίαπτον Στερελλ (Αἰτωλ.): Φρ. Μὰ τ’ν ἀνιβουλὴ πὄχ’ ἀπάνου μ᾿ !
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA