ἀναβολιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναβολιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναβολιˬάζω ἀμάρτ. (ΙΙ) ἀνεβολιάζω Α.Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀναβόλι.
Σημασιολογία
᾿Επιθέτω σάβανον ἐπὶ τοῦ νεκροῦ: Ἔλα μιˬὰ στιμὴ ν᾽ ἀνεβολιˬάσῃς τὴ γρά, γιατὶˬ ξεψύχησε. Ὅπου καὶ νὰ πάς, ἐγώ θὰ σ’ ἀνεβολιˬάσω ! (ἀστεία ἀπειλή). Συνών. σαβανώνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA