ἀναβορδώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναβορδώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναβορδώνω, ἀνεβουρδώνω Σίφν.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ἀμάρτ. ρ. βορδώνω Πβ. βορδωνίζω.
Σημασιολογία
Ἀνακτῶ τὰς δυνάμεις μου. Συνών. δυναμώνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA