ἀναβόρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναβόρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀναβόρι τό, Πελοπν. (Λακων. Μάν.) -ΚΠασαγιάνν. Μοσκ 25 καὶ 97 ἀνάβορο Πελοπν. (Μάν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ οὐσ. βορεˬάς. Περὶ τοῦ σχηματισμοῦ τοιούτων συνδέτων οὐσ. εἰς -ι μὴ ὑπάρχοντος ἁπλοῦ εἰς -ι, οἷον καλὸς καὶ καιρὸς-καλοκαίρι, ξερὸς καὶ βορεˬὰς - ξεροβόρι κττ., ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,65 καὶ 190.

Σημασιολογία

Δυνατὸς βόρειος ἄνεμος ἔνθ’ ἀν.: ’Εφύσηξε σιφουνικὸ σφιχτὸ κιˬ ἀναβόρι ἀκράτητο ΚΠασαγιανν. Μοσκ. 25. Τὴ νύχτα βγάζουν κρυανὰ ἀναβόριˬα οἱ στερεὲς Κπασαγιάνν. Μοσκ. 97.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/