ἀνάβρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνάβρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀνάβρα ἡ, Ἤπ. Θεσσ. (Βόλ.) Κρήτ. (Βιάνν.) Μακεδ.-ΚΠαλαμ. Φλογερ βασιλ.2760 ΑΚαρκαβίτσ. Ἀρχαιολ. 15 ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2,207 ΙΓρυπάρ. Σκαραβ. 15 ΣΠασαγιάνν. ᾿Αντίλ. 52 ΙΒλαχογιάνν. ἐν ᾽Ανθολ. Η Ἀποστολίδ. 50-Λεξ. ᾿Ηπίτ Βλαστ. Δημητρ. ἀνάβρυˬα Ἤπ. ἀναβρὴ Δαρδαν. (᾿Οφρύν.) Λέσβ (Πάμφιλ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀναβρύω ὑποχωρητικῶς.

Σημασιολογία

1) Πηγὴ ὕδατος ἀναβρύουσα ἔνθ’ ἄν.: Οἵ λέξες τοῦ καιροῦ του πηδούσανε ’ς τὰ χείλη του ξάστερες καὶ ζωντανἑς σὰν τὴν ἀνάβρα ΑΚαρκαβίτσ. ἔνθ’ ἀν.‖ Ποιήμ. Ὦ νερομάννες, ὧ πηγές, ὦ ἀνάβρες, ὦ βρυσοῦλλες ΚΠαλαμ. ἔνθ᾽ ἀν. Ψυχὴ ἀλαφροήσκιˬωτη καὶ νεραϊδοπαρμἑνη, πὄχεις λουστῆ ᾽ς ἐξωτικε͜ιὰ καὶ γάργαρη ἀνάβρα ΙΓρυπάρ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἐν ἰδ. ἐν ἀναβάλλουσα 1 β) Μεταφ. ἀνάβλυσις, ἐπὶ τῆς ψυχῆς ΙΒλαχογιάνν.ἐν ’Ανθολ. Η’ Αποστολίδ. 50 Λεξ. Δημητρ.: Τῆς ψυχῆς ἡ ἀνάβρα Λεξ. Δημητρ. ‖ Ποίημ. Δροσιˬὰ κιˬ ἀνάβρα μέσα σου καὶ κῦμα καὶ ποτάμι ΙΒλαχογιάνν. ἕνθ’ ἀν. 2) Γῆ ὑγρὰ καὶ ἀργιλώδης Θεσσ. (Βόλ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/