ἀναβρακᾶτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναβρακᾶτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀναβρακᾶτος ἐπίθ. Ἤπ. Κύθηρ. Πελοπν. (Γορτυν.) Χίος άναβρακᾶτους Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀλαβρακᾶτος (Νεοελλ. Ἀνάλ. Παρνασσ. 1,218) ἀναβλαχᾶτος Κεφαλλ. ἀναμπλακᾶτος Κεφαλλ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ἐπιθ. βρακᾶτος.

Σημασιολογία

1) Ὁ οἱονεὶ ἔχων ἀνασυρμένα πρὸς τὰ ἄνω τὰ βρακιά του, ἤτοι τὰ πτερά του, ἐπὶ ὀρνίθων ἔνθ’ ἀν.: Αὐτει’ν' εἶνι ἀναβρακάτη κόττα, δὲν τὴν σφάζου, θὰ τ᾿ γκρατήσου γιˬὰ σπουρίτ’ (πρὸς ἀναπαραγωγὴν τοῦ εἴδους) Αἰτωλ. ‖ Αἰνιγμ. Πετεινὸς ἀναβρακᾶτος | καὶ σιδηρομουστακᾶτος, ὅταν ᾿πλώσῃ τὰ φτερά του, | πο͜ιὸς μπορεῖ νὰ πά’ κοντά του; (ὁ ἀνεμόμυλος) Χίος. Κόκοττους ἀναβρακᾶτους | κι᾽ σιδιρουμουστακᾶτους ἀνοίει τὰ φτιρά του κὶ καταπί’ τοὺν ἀγᾶ του. (ὁ στατὴρ) Αἰτωλ. 2) Τολμηρός, ἀνδρεῖος (ὁ ἔχων δηλ. ἀνασυρμένα τά βρακιά του καὶ ἕτοιμος πρὸς ἐπίθεσιν καὶ πάλην) Χίος

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/