ἀνάβρασμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάβρασμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνάβρασμα τό, Ἤπ. -ΑΒαλαωρ. Ἔργα 2,204-Λεξ. Πόππλετ Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἁναβράζω
Σημασιολογία
1) Βράσις Λεξ. Πόππλετ. Δημητρ. Συνων ἀνάβρασι 1. 2) Συνήθως ἐν τῷ πληθ., αἱ κατὰ τὸν βρασμὸν ἐκ τοῦ πυθμένος ἀνερχόμεναι εἰς τὴν ἐπιφάνειαν φυσαλίδες Ἤπ.: Κοίταξι τὶ ἀναβράσματα άναβαίν’ν ἀποὺ τοὺ καζά. 3) Ὁ παφλασμὸς ὁ προερχόμενος ἐκ τῆς πτώσεως ἀντικειμένου τινὸς ἐπὶ ὑγρᾶς ἐπιφανείας ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν. : Ποίημ. Τὴν πέτρα ποῦ σοῦ κρέμασαν, τὴ γύμνιˬα τοῦ κορμιˬοῦ σου, τὸ φοβερὸ τὸ ἀνάβρασμα τοῦ καταποντισμοῦ σου.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA