ἀναβρασμὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναβρασμὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀναβρασμὸς ὁ, Θρᾴκ.(Αἶν.)Πελοπν.(’Αρκαδ Κορινθ. Λακων.) Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) κ. ἀ. -ΑΒαλαωρ. Ἔργα 3,227.

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. οὐσ. ἀναβρασμὸς=ἀνάβρασις, βρασμός.

Σημασιολογία

1)Βρασμὸς ψυχικός, ἔξαψις, ὀργὴ Πελοπν. (᾿Αρκαδ. Κορινθ. Λακων.) :Ἔχει ἀναβρασμὸ ἡ ψυχή του. 2) Ταραχή, θόρυβος, ἀναστάτωσις ἐνθ ἀν. : Ποίημ. Ἀκοὑστηκ’ ἔξω ἀναβρασμός, φωνὲς ξαγριωμἑνες ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν. Συνων ἰδ. ἐν λ. ἀνάβρασι 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/