ἀναβραστὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναβραστὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀναβραστὸς ἐπίθ. Ζάκ Πελοπν.(᾿Αρκαδ. Βούρβουρ. Λακων. Μάν. κ. ἀ.) -λεξ. Δεὲκ Πρω. Δημητρ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀναβραστός, παρ’ ὃ καὶ ἀνάβραστος .
Σημασιολογία
1) Ὁ ζέων, λίαν θερμὸς ἔνθ᾽ ἄν.: Ἡ ψυχοπαίδα βύθιζε τὸ ζυμάρι μέσ᾽ ’ς τ’ ἀναβραστὸ νερὸ Λακων. Τὸ κυδώνι εἶναι ἀναβραστὸ καὶ δὲ bορῶ νὰ τὸ κρατήσω ᾿ς τὰ χέριˬα μου Μάν. Ἀναβραστὸ πίνει τὸ γάλα του Λεξ. Πρω. ᾽Αναβραστὴ τρώει τὴ σούππα Λεξ. Δημητρ. ‖ Φρ. Τὸ βράχο βράχο πήγαινα, |τοῦ Βλάχου τἀ σφαχτά ’τρωγα μὲ τὴν ἀναβραστή σκαστή χουλιˬάρα (καθαρογλώσσημα, εἰς τὸ ὁποῖον τίποτε δὲν σημαίνει ἢ λ.) Πελοπν. 2) Ὁ βράζων ἔτι, ὁ μὴ τελείως βράσας, ἡμίβραστος Πελοπν. (Βοὑρβουρ.): Προχτὲς ἐμεῖς, γιˬὰ νὰ βιˬαστῇ ἡ προκομμένη ἡ νύφη μας, τὸ φάγαμε ἀναβραστὸ τὸ κρέας.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA