ἀφῆτι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφῆτι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Σύνδεσμος
Τυπολογία
ἀφῆτι σύνδ. ἀμάρτ. ἀπῆτι Κάρπ. Κρήτ. Σῦρ. Τῆλ. κ.ἀ. ἀπῆτσι Κρήτ. (Σέλιν.) ἀφῆτις Κρήτ. Κύπρ. Ρόδ. κ.ἀ. ἀφοῦτις Κύπρ. ἀπῆτις Κάρπ. Κάσ. Κρήτ. Κύθηρ. Μῆλ. κ.ἀ. ἀπῆντις Χίος ᾽πῆτι Ρόδ. ᾽πῆτις Κάρπ. Κῶς Ρόδ. ἀπῆκι Κρήτ. ἀπῆκις Θρᾴκ. (Αἶν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ συνδ. ἀφῆς κατὰ σύμφυρ. πρὸς τὸ ἀφοτι.
Σημασιολογία
Ὅτι ἡ λ. μεσν. μαρτυρεῖ τὸ ἀπέτις ἐν Λυβίστρ. καὶ Ροδάμν. Ε 4064 (ἔκδ. JLambert) «καὶ ἀπέτις τὸ ἐπλήρωσα τοῦ[το] τὸ καταλόγιν, | πάλι λοιπὸν ἐχέρησεν ὁ Λύβιστρος νὰ λέγῃ». Τὸ ἀπῆτις καὶ παρὰ Σαχλίκ. Γραφαὶ καὶ στίχ. 246 (ἔκδ. GWagner σ. 72) «κι ἀπῆτις φά’ καὶ γλύψῃ σε». Τὸ ἀφοῦτις κατ᾿ ἐπίδρασιν τοῦ συνων. ἀφοῦ. 1) Ἀφότου Κρήτ. (Σέλιν.) Σῦρ. κ.ἀ.: Ἀπῆτι μεγάλωξε (ἠνδρώθη) Σῦρ. || ᾎσμ. Ἀπῆτσι καὶ μ᾿ ἀρνήθηκες, ὁ ὕπνος μου ἐχάθη Σέλιν. 2) Ὅταν ἔνθ’ ἀν.: Ἀπῆτις δὰ φάω, δὰ ’ρθῶ Κρήτ. ᾿Απῆτις ἐσιμώσασι κοντὰ Κάρπ. Ἀπῆτις ἔφάετε καὶ ἤπιˬετε καλά, ἐδείξατε καὶ τὴ γνώμη σας Κρήτ. || Φρ. Ἀπῆτις ὥρας (ἀφ᾿ ἧς ὥρας, ἀφοῦ, οἷον: ἀπῆτις ὥρας κ’ ἐμίσσεψε κττ.) αὐτόθ. || Παροιμ. Ἀπῆτις γρὰ τὴν ἤπαθε, | ἐσφιχτομανταλώθηκε (ἐπὶ τοῦ ἀπρονοήτου συνετιζομένου μετὰ τὸ πάθημα) αὐτόθ. || ᾌσμ. Ἀπῆτις μοῦ ᾿ψες τὴ φωθιˬά, ἤφυγες κ᾿ ἤφηκές με, μούτε Θεὸ φοβήθηκες μούτε λυπήθηκές με αὐτόθ. Κιˬ ἀπῆτις ἐσιμώσασι κοντὰ ᾿ς τὸ μοναστῆρι, τὸ μοναστήρ’ ἐσείστηκε, τὸ βῆμ᾽ ἐπῆε κ’ ἦρτε Κάρπ. Κι ἀπῆτι καὶ κατήβαινε τὰ τρὰ σκαλιˬὰ τῆς βρύσις, θωρεῖ ’ναν μαῦρον κ᾿ ἤρκετο μ’ ὅλον του τὸ φουσσᾶτο (᾽ναν ==ἕναν) Τῆλ. Κιˬ ἀπῆντις ἐκοντέψανε ΄ς τῆς Παναγιˬᾶς τὴν πόρτα, τ᾿ Ἅγιο Πνεῦμα μίλησε ἀπὲ τ' ἅγια θυρίδιˬα Χίος Τὸν ποταμὸν ἐιˬάηκε χωρὶς καμὸ καὶ λαύρα κιˬ ἀπῆτι πέρα πέρασε κιˬ ἀπῆτι πέρα διˬάβη, Σαρακηνὸς τοῦ ’πάντηξεν ἀμέρωτον θερίον (ἐιˬάηκε== ἐδιάβηκε) Κάρπ. Ξύπνησε ταπεινὸ κορμὶ καὶ γνωστικὸ κεφάλι, κ᾿ ἤρθαμε νὰ στιμάρωμε τὰ νόστιμά σου κάλλη κιˬ ἀπῆκι τὰ στιμάραμε τῶν ἀμμαθιˬῶν οἱ κόρες, ἐκάμαμε λογαριˬασμὸ κιˬ ἀξίζουν πέντε χῶρες Κρήτ. β) Μόλις Ρόδ. ’Πῆτι κ’ ἐνέφερά τον, ἦρτεν. 3) Ἀφοῦ, ἐπειδὴ Κρήτ. Κύπρ. Ρόδ. κ.ἀ.: Ἐπῆα 'ς τὸ σπίτι dου, μ᾽ ἀπῆτις δὲν τὸ ηὗρα ἐκε͜ιά, ἐγιˬάειρα Κρήτ. Ἀφῆτις κ᾽ εἶσαι τέθκο͜ιος, καλὰ νὰ πάθῃς Ρόδ. Ἀφοῦτις ’ὲν μοῦ ἀκούει ὁ γυιˬός μου, εἶντα νὰ τοῦ κάμω; Κύπρ. Πβ. ἀφῆς.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA