ἀφῆτι-μὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφῆτι-μὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Σύνδεσμος

Τυπολογία

ἀφῆτι-μὸς σύνδ. ἀπῆτι-μὸς Κρήτ. ἀπήτιμος Κρήτ. ἀπήτσιμος Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν συνδ. ἀφῆτις καὶ μός, δι’ ὃ ἰδ. μόλις.

Σημασιολογία

1) Μόλις: Ἀπῆτι-μὸς τσῆ τό ᾿πανε,͵ ἐσφάλιξε τὴν bόρτα. 2) Ὅταν : Ἆσμ. Ἀπήτσιμος καὶ τό ’μαθε πῶς ἤθελε νὰ gάψῃ, ἔβαλε ’ς τὸ τουφέκι dου φωθιὰ νὰ τόνε κάψῃ (νά gάψῃ== νά κάμψῃ, ἤτοι ν᾽ ἀναχωρήσῃ, ν’ άπέλθῃ). 3) Ἀφοῦ, ἐπειδή: ’Επῆα ’ς τὸ σπίτι dου, μ᾿ ἀπήτιμος δὲ dὸν ηὗρ’ ἐκε͜ιά, ἐγιˬάειρα. Πβ. ἀφῆς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/