άφιερώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
άφιερώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀφιερώνω κοιν. ἀφιερώνου Μακεδ. (Χαλκιδ.) κ.ἀ. ἀφιγερώνω Ἰκαρ. ἀφιερούου Τσακων.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεταγν. ἀφιερῶ.
Σημασιολογία
Ἀναθέτω ἔνθ’ ἀν.: Ἀφιέρωσα ’ς την ἐκκλησία μιˬὰ εἰκόνα - καντήλα κττ. κοιν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA