ἀφίλιˬωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφίλιˬωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀφίλιˬωτος ἐπίθ. πολλαχ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *φιλιˬωτὸς < φιλιώνω.
Σημασιολογία
Ἀδιάλλακτος, ἄσπονδος: Εἶν’ ἕνας χρόνος ποῦ μαλώσαμε κ᾽ εἴμαστε ἀκόμη ἀφίλιˬωτοι Λεξ. Πρω. Ἀφίλιˬωτοι γείτονες Λεξ. Δημητρ. Ἀφίλιωτο ἀντρόγυνο αὐτόθ. Ὅσο μεγαλώνανε τὰ παιδιˬά, τόσο ὁ πόλεμός τους ἀφίλιˬωτος γινότανε ΓΒλαχογιανν. Γῦροι ἀνέμ. 37.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA