ἀφιλότιμος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφιλότιμος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀφιλότιμος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν.) ἀφ᾿λότ᾿μους βόρ. ἰδιώμ. ἀφιλόκιμε Τσακων.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀφιλότιμος.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ ἔχων συναίσθησιν τῶν ὑποχρεώσεών του, ὁ ἀδιαφορῶν διὰ τὴν περὶ αὐτοῦ γνώμην τῆς κοινωνίας καὶ καθόλου ἀναίσθητος, μικροπρεπής, χυδαῖος ἔνθ’ ἀν.: Ἀπὸ ἄνθρωπο ἀφιλότιμο τί καλὸ περιμένεις; Ὑπάλληλος ἀφιλότιμος κοιν. Πολλάκις χρησιμοποιεῖται ἡ λέξις χάριν παιδιᾶς ἄνευ κακῆς σημασίας: Βρέ, ἀφιλότιμε, γιατί δὲν ἔρχεσαι νὰ μᾶς βλέπῃς; Βρὲ τὸν ἀφιλότιμο, τί ἔκαμε! κοιν. Ἄλλοτε πάλιν εὐχρηστεῖ τὸ ἐπίθετον εἰς ἐπιφωνήσεις θαυμαστικάς: Βρὲ τὴν ἀφιλότιμη, ὄμορφη ποῦ εἶναι! Βρὲ τὸ ἀφιλότιμο, ἐξυπνάδα ποῦ τὴν ἔχει! Ἀντίθ. φιλότιμος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/