ἆραγε

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἆραγε

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Μόριο

Τυπολογία

ἆραγε μόρ. ἐρωτηματ. σύνηθ. ἆραε Θήρ. Μεγίστ. κ.ἀ. ἆραϊ Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Σάμ. κ.ἀ. ἆραγες Ἄνδρ. Κρήτ. Νάξ. Νίσυρ κ.ἀ. ἆραες Κύπρ. Κῶς Πάρ. Ρόδ. Σύμ. Σῦρ. κ.ἀ. ἆραγις Λέσβ κ.ἀ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἆράγε ἐκφερόμενον ὡς μία λέξις τοῦ προσχηματισμοῦ γε ἀπολέσαντος τὴν αὐτοτέλειαν.

Σημασιολογία

Τιθέμενον ἐν προτ. ἐρωτηματικῇ φανερώνει μέριμναν ἢ ἀνυπομονησίαν τοῦ ἐρωτῶντος ἄνευ προϋποθέσεως τοῦ εἴδους τῆς ἀπαντήσεως, ἂν δηλ. θὰ εἶναι αὕτη καταφατικὴ ἢ ἀποφατικὴ ἔνθ’ ἀν.: Ἆραγε ἦρθε; Ἆραγε εἶν᾽ ἐκεῖ; Εἶν᾿ ἆραγε καλὰ γιˬὰ ἄρρωστος; Εἶν᾿ ἆραγε αὐτὸς ποῦ τό ᾽κανε; Τί κάνει ἆραγε; Ποῦ νὰ πῆγε ἆραγε; Ποῦ νὰ βρίσκεται ἆραγε; Εἶν᾿ ἆραγε ἀδιάθετος; σύνηθ. Ἆραε, Θέ μου, δὲν τὸ κατάλαβέ; Θήρ. Ἆραγες τὸνε χρουστᾷ ἢ δὲν τὸνε χρουστᾷ; Νίσυρ. Καὶ μετὰ τῆς προσωπικῆς ἀντων. μου: Ἆραγέ μου ποῦ νὰ εἶναι; Πελοπν. (Λακων.) Ἆραές μου νὰ κάμῃ ὅ,τι τοῦ ’πα; Σύμ. Ἆραές μου ἀπουκάτω τὸ καυκὶν τοῦ οὐρανοῦ ἔσει κι ἄλλον ἀντρειωμένον ἐξὸν ἀποὺ μένα; (ἐκ παραμυθ.) Συμ. ᾎσμ. Ἆραγες, χαιˬδεμένο μου, τσοὶ μέρες ποῦ σοῦ λείπω ἆραγες χόρτασες ψωμί, ἐχόρτασες τὸν ὕπνο; Κρήτ. Ἆραγις τὰ ματάκιˬα μου θινὰ σὶ ξαναιˬδοῦνι; Λὲσβ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/