ἀφιˬονίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφιˬονίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀφιˬονίζω Ἤπ. Κεφαλλ. Μύκ. ἀφιˬανίζω Πάρ. ἀφιˬαμίζω Ζάκ. Μετοχ. ἀφιˬονισμένος σύνηθ. ἀφιˬου’σμένους πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ἀφκιˬονισμένος Χίος (Καρδάμ.) ἀφχιˬονισμένος Πελοπν. (Λακων. Μάν. κ.ἀ.) ἀφιˬανισμένος Πάρ κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀφιˬόνι.

Σημασιολογία

1) Δίδω ναρκωτικόν, ναρκώνω διὰ φαρμάκου Ζάκ. Κεφαλλ. 2) Μεταφ. ἀποπλανῶ, ἐξαπατῶ Ἤπ. 3) Ἀμτβ. ὀργίζομαι εἰς βαθμὸν ὑπερβολικόν, ἐξοργίζομαι, γίνομαι ἔξω φρενῶν Μύκ. Πάρ.: Ἀφιˬάνισε ἀπὸ τὸ κακό του Πάρ. Ἐφιˬόνισενε πά᾽͵ πο͜ιὸς τὸ bιˬά’! Μύκ. Συνών. ἀφηνιˬάζω 3, ἀφορμίζω, φρενιˬάζω. Μετοχ. 1) Ναρκωμένος πολλαχ.: Κ᾽ ἰγὼ ἤμ’ν ἀπουσταμέ’, σὰν ἀφιˬουνσμέ’ ἔπισα ᾿ς τοὺν ὕπνου ΚΧατζοπ. Ἀγάπ. 18. 2) Ἀποπλανημένος, ἐξηπατημένος Ἤπ. 3) Ὁ ἀπολέσας τὴν διανοητικήν του διαύγειαν, ὁ διατελῶν ὑπὸ τὸ κράτος ἐξωτερικῆς τινος ἐπηρείας, ἐκ τῆς ὁποίας δὲν δύναται ν’ ἀπαλλαγῇ Ἀθῆν.: Εἶναι ἀφιˬονισμένος μὲ τὴν κόρη τῆς πλύστρας καὶ δὲ θέλει ἐκείνη ποῦ τοῦ λέμ’ ἐμεῖς. 4) Ὁ καθ' ὑπερβολὴν ἐξωργισμένος, ὁ διατελῶν ἐκτὸς ἑαυτοῦ σύνηθ.: Ἦρθεν ἀφιˬονισμένος ᾿ς τὸ σπίτι. Εἶναι ἀφιˬονισμένος μαζί μου. Συνών. φουρκισμένος (ἰδ. φουρκίζω), φρενιˬασμένος (ἰδ. φρενιˬάζω). 5) Μανιώδης σύνηθ.: Κάνει σὰν τὸν ἀφιˬονισμένο. Εἶναι ἀφιˬονισμένος ἀπὸ τὸ θυμό του.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/