ἀράδιˬασι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀράδιˬασι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀράδιˬασι ἡ, ἀμάρτ. ἀράδιˬασ’ Στερελλ. (Αἰτωλ. Λεπεν.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀραδιˬάζω.
Σημασιολογία
1) Δίοδος διάβασις ἔνθ’ ἀν.: Νιˬὰ βουλὰ ἀπ᾽ αὐτοῦ εἶχι ἀράδιˬασ’ οὑ κόσμους Αἰτωλ. Νὰ πάτι νὰ βρῆτι στράτα γιˬ᾽ ἀραδιˬασ’ αὐτόθ. Δὲν τοὺ κάνου ἀράδιˬασ' τοὺ χουράφι μ᾿ (δὲν ἐπιτρέπω εἰς τὸν κόσμον νὰ διέλθῃ δι᾿ αὐτοῦ) αὐτόθ. Συνών. ἀράδι 3, ἀράδισι, μπατή, περασιˬά, πέρασμα, πόρος. 2) Ἡ μετάβασις εἰς τόπον καὶ ἡ ἐξ αὐτοῦ ἐπάνοδος ἔνθ’ ἀν.: Ἰκάμαμι τρεῖς ἀράδιˬασις ᾿ς τοὺ μαγαζὶ Λεπεν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA