ἀφοντότε
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφοντότε
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀφοντότε ἐπίρρ. Εὔβ. (Κύμ.) Ἤπ. Στερελλ (Ἄμφ.) κ.ἀ. - Λεξ. Δημητρ. ἀφοντότες Ἤπ. Παξ. κ.ἀ. - Λεξ. Δημητρ. ἀφουντότι Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) ἀφουντότις Ἤπ. (Ζαγόρ.) ’φοντότε Ἤπ. ’φοντότες Ἤπ. ’φουντότι Ἤπ. ’φουντότις Ἤπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν ἐπιρρ. ἀφόντα, δι’ ὃ ἰδ. ἀφόταν, καὶ τότε κατὰ σύμφυσ. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ
Σημασιολογία
Ἀπὸ τοῦ χρόνου ἐκείνου, ἔκτοτε ἔνθ᾽ ἀν.: Ἀφοντότε ἔχω νὰ τὸν ἰδῶ Ἄμφ. ᾿Αφοντότε ποῦ μαλώσαμε, δὲν τὸν ξαναεῖδα Λεξ. Δημητρ. Εἶναι πολλὰ χρόνιˬα ἀφοντότες Ἤπ. Παξ. Ἀφουντότι ἔζησαν καλὰ κ᾿ ἰφτυχισμένα (ἐκ παραμυθ.) Ἀδριανούπ. Συνών ἀποτότε, *ἀφόντως.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA