ἀφόρασι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφόρασι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀφόρασι ἡ, Κρήτ. ἀφόρεσι Κρήτ. ἀφόρισι Κρήτ. ἀφούασ᾽ Σαμοθρ. ᾿φόρασ᾿ Λῆμν. ἐφόρεσι Κάρπ. ’φόρεσι Ρόδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεταγν. οὐσ. ὑφόρασις ἢ ἐκ τοῦ ρ. ἀφορῶ. Ὁ τύπ. ἀφόρεσι καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Ε 306 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «γιὰ μικρὴν ἀφόρεσι πολλὰ κακὸς ἐγίνη». Τὸ ἀφούασ’ κατ’ ἀποβολὴν τοῦ ρ καὶ ἀνομοιωτικὴν τροπὴν τοῦ τονουμένου ο εἰς ου παρὰ τὸ α καθὼς εἰς τὰ ἀγ(ό)ρασα - ἀγούασα͵ φό(ρ)α – φούα,͵ χώ(ρ)α – χούα κττ. ᾿Ιδ. NAndriotis ἐν Ἀρχ. Θρᾳκικ. Θησ. 6 (1939|4Ο) 159 κἑξ. Παρὰ Βλάχ. τύπ. ἀφορασά.

Σημασιολογία

Ὑπόνοια, ὑποψία ἔνθ’ ἀν.: Φρ. Ἀπ’ ἀφόρεσι (καθ’ ὑπόνοιαν, ὄχι ὀφθαλμοφανῶς, ὄχι ἐξ ἰδίας ἀντιλήψεως) Κρήτ. Πάω μὲ τὴν ἀφόρεσι (συνών. τῇ προηγουμένῃ) αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/