ἀφόραχτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφόραχτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀφόραχτος ἐπίθ. Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. *ἀφοραχτὸς < ἀφοροῦμαι. Περὶ τῆς στερητ. σημασίας τοῦ ἀρκτικοῦ α διὰ τοῦ ἀναβιβασμοῦ τοῦ τόνου ἰδ. ἀ- στερητ. 2 α.
Σημασιολογία
Ἀπροσδόκητος, αἰφνίδιος: Ἀφόραχτον ἔλαμαν. Ἀφόραχτος γάμος - θάνατος κττ. Συνών. ἀφνίδιˬος 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA