ἀραδούλλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀραδούλλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀραδούλλα ἡ, Αἴγιν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀράδα καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ.-ούλλα.
Σημασιολογία
Ἀραδίτσα 2, ὃ ἰδ.: Γνωμ. Παντρεύτη ἡ ἀδερφούλλα μου, | ἦρθε ἡ ἀραδοὑλλα μου.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA