βλέψιμο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βλέψιμο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βλέψιμο τό, Λεξ. Βλαστ. 388 γλε’μου Μακεδ. (Βλάστ.)

Ετυμολογία

Ἐκ παλαιοῦ ἀμαρτ. οὐσ. βλέψιμον παρὰ τὸν ἀόρ. ἔβλεψα τοῦ βλέπω. Ὁ τύπ. καὶ παρὰ Βλάχ.

Σημασιολογία

Τὸ νὰ βλέπῃ τις ἔνθ’ ἀν.: Φρ. Τρανὸ γλε’μου (ὅταν βλέπουν οἱ συμπέθεροι διὰ πρώτην φορὰν ἐπισήμως παρουσιαζομένην τὴν νύμφην) Βλάστ. Συνών. κοίταγμα, ξάνοιγμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/