βλημίδιν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βλημίδιν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βλημίδιν τό. Λυκ. (Λιβύσσ.) Πόντ. (Κερασ.) βλημίδ’ Πόντ. (Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) φλημίδ’ Πόντ. (Λιβερ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βλημὶν κατὰ τύπ. ὑποκορ. διὰ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ίδιν.
Σημασιολογία
Ὁ δακτυλιόλιθος ἔνθ' ἀν.: ’Ηπάστριψα κ᾿ ἔκαμά του βλημίδιν (τὸ ἐκαθάρισα καὶ τὸ ἔκαμα νὰ λάμπῃ ἀπὸ τὴν καθαριότητα, ὅπως λάμπει ὁ λίθος τοῦ δακτυλίου) Λιβύσσ. Συνών. βλημίν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA