βληχώνι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βληχώνι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βληχώνι τό, ΠΓεννάδ. 409 –Λεξ. Μ᾽Εγκυκλ. Βλαστ. 461 βληχούνι Εὔβ. (Κουρ. ᾽Οξύλιθ. Ὄρ.) Κάρπ. Σκῦρ. κ.ἀ. –ΠΓεννάδ. 409 –Λεξ. Μ᾿Εγκυκλ. βληχού’ Στερελλ. (Ἀράχ.) βλεχούνι Πελοπν. (Πάτρ.) βλοχών’ Πόντ. (Τραπ.) βλουχού’ Θρᾴκ. (Αἶν.) γληφώνιν (Κύπρ. Γερμασ. κ.ἀ.) γληφώνι Ρόδ. Σύμ. κ.ἀ. –ΠΓεννάδ. 409 γληχώνιν Κύπρ. γληχούνι ΠΓεννάδ. 409 γληχού’ Θρᾴκ. (Αἶν.) γλεχούνι Σίφν.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεταγν. οὐσ. βλήχων, παρ’ ὃ καὶ γλήχων. Πβ. ΜΣτεφανίδ. Ὁρολογ. Δημώδ. 1, 8.
Σημασιολογία
Τὸ φυτὸν ἡδύοσμος ὁ γλήχων (mentha pulegium) τῆς τάξεως τῶν χειλανθῶν (labiatae), βότανον λαϊκὸν κατὰ τῆς δυσπεψίας καὶ τῶν κωλικῶν (πβ. Γεωπον. 12, 33 «γλήχων πέψεώς ἐστιν ἐργάτης») ἔνθ' ἀν.: Παροιμ. φρ. Ἡ μέλισσα πίασε καρπὸν ᾿πουθάνω ’ς τὸ γληφώνιν (εἰρων. διὰ τὴν βαρεῖαν ὀσμὴν τοῦ βλήχωνος). Συνών. βρωμοδυˬόσμος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA