ἀφόρισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφόρισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀφόρισμα τό, σύνηθ. ἀφόρισμαν Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.) ἀφόριγμαν Πόντ. (Σάντ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀφόρεσμα σύνηθ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. οὐσ. ἀφόρισμα = τὸ ἀποχωριζόμενον, τὸ χωριστὰ τιθέμενον.
Σημασιολογία
1) Ἀποκλεισμὸς ἐκ τῆς χριστιανικῆς κοινωνίας δι’ ἐπιτιμίου ἐκκλησιαστικοῦ ἀπαγγελλομένου ἐπ᾽ ἐκκλησίας ἔνθ' ἀν. Συνών. ἀφορισμάδα, ἀφορισμονή, ἀφορισμός. 2) Ὄν, πλάσμα μισητὸν Μακεδ. (Βλάστ.) : Φρ. Γί’κιν σὰν ἀφόρισμα (παρεμορφώθη).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA