βλογεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βλογεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βλογεύω Καππ. (Σίλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. βλογιˬά.
Σημασιολογία
Γεννῶ (ἐκ τῆς ἐννοίας ὅτι ἡ γέννησις τέκνου εἶναι εὐλογία, εὐτυχία διὰ τὴν οἰκογένειαν): Νύφ’ μας βλόγεψεν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA