ἀναβρυοῦσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναβρυοῦσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀναβρυοῦσα ἡ, Λεξ. Μ.᾿Εγκυκλ. Πρω. Δημητρ. ἀνεβροῦσα Σιφν.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς ἀρχ. μετοχ ἀναβρύουσα τοῦ ρ. ἀναβρύω. Περὶ τῆς μεταβολῆς τοῦ τόνου ἰδ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν ᾿Αθηνᾷ 37 (1925) 183.
Σημασιολογία
1) Πηγὴ ἀναβρύουσα ὕδωρ Λεξ. Μ.᾿Εγκυκλ. Πρω. Δημητρ. 2) Φλὲψ ὕδατος ἐν τῷ πυθμένι φρέατος Σίφν. Πβ. ἀναβάλλονσα, ἀναβρυζάρα, ἀναβρυταρεˬά, ἀναβρυτούρα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA