βλογήσι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βλογήσι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βλογήσι τό, ἀμάρτ. βλοήσι Πελοπν. (Μεσσ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. βλογῶ. Περὶ τοῦ ἐτύμου ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2, 66 κἑξ.
Σημασιολογία
Συνήθως κατὰ πληθ., βλόγα, ὃ ἰδ., ἔνθ᾽ ἀν.: ’Σ τὰ βλοήσιˬα σας! (εὐχὴ εἰς τοὺς μνηστευομένους).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA