ἀναβρυχιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναβρυχιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναβρυχιˬάζω ἀμάρτ. ἀνεβρυχιˬάζω Πελοπν.(Λακων.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ἀμαρτ. ρ. βρυχιˬάζω.

Σημασιολογία

Ἐκδηλῶ διὰ κραυγῶν καὶ ζωηρῶν κινήσεων τὴν ὁρμήν μου καὶ ἰδίως τὴν γενετήσιον : ᾎσμ. Θέ μου καὶ ν᾿ ἀγναντεύανε ’ς τὴν παγανιˬὰ οἱ κουρσάροι, γιˬατὶ ἀνεβρυχιˬάσανε οἱ χῆρες ᾿ς τὸ Σκουτάρι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/