ἀραιὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀραιὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀραιὰ ἐπίρρ. Λόγ. κοιν. καὶ δημῶδ. ἀρα͜ιὰ σύνηθ. ἀραία Ἀθῆν. Μέγαρ. Πελοπν. (Λακων. Μεσσ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) κ.ἀ. ἀρία Ζάκ. ἀρὰ Κάρπ. Κρήτ. Κύθηρ. ἀρά Τσακων. ἀά Τσακων. ἀραὶ Δ.Κρήτ. (Χαν. κ.ἀ.) ἄρα Κύπρ. Σέριφ. ᾽ραία Ἀθῆν. (παλαιότ.) ἄρου Κίμωλ. Συγκριτ. ἀρύτερα Πελοπν. (Μεσσ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀραιός. Περὶ τῆς γενέσεως τῶν τύπ. ἀραὶ καὶ ἀρὰ ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,341 κἑξ. Τὸ ἀρὰ καὶ παρὰ Βλάχ.

Σημασιολογία

1) Κατ’ ἀραιὰ διαστήματα, ἀραιῶς, πολλάκις ἐπαναλαμβανόμενον πρὸς ἐκφραστικωτέραν δήλωσιν τῆς ἀραιώσεως (α) Τοπικῶς κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Φυτεύω ἀρα͜ιὰ τὰ κουκκιˬὰ - τὰ κρεμμύδιˬα - τὰ σκόρδα κττ. Ἀρα͜ιὰ νὰ φυτέψῃς τοὶς ἐλα͜ιές. Σπέρνω ἀρα͜ιά. Τὰ σκόρδα πρέπει νὰ φυτεύωνται ἀρα͜ιὰ ἀρα͜ιὰ. Καθίστε ἀρα͜ιὰ ἀρα͜ιὰ. Ἀρα͜ιὰ σπαρμένος - φυτεμένος συνήθ. Ἀρα͜ία κάθουνταν Οἰν. Ἀραία ἐσταθῆτε. Ὄφ. Ἀραία σταθέστεν Τραπ. Χαλδ. Ἁ χούρα ἔνι ἀρὰ ειρτὰ (τὸ χωράφι εἶναι ἀραιὰ σπαρμένον) Τσακων. || Παροιμ. Ἀραία καὶ πλατέα, στατὰ καὶ σταυρωτά, νὰ φαινώμαστε πολλοὶ (στατὰ = κατὰ στάσιν ὀρθίαν, εὐθυτενῆ. Ἡ παροιμ. ἐπὶ ἀλαζόνων προσπαθούντων νὰ ἐπιδείξουν δύναμιν μεγαλυτέραν τῆς πραγματικῆς. Ἀναφέρεται ὡς παράγγελμα τοῦ κορυφαίου γαμηλίου πομπῆς ὀλιγαρίθμου) Μεσσ. ’Ραία ᾿ραία καὶ ἀραία | νὰ φαινώμαστε πολλέα, κἀμμιˬὰ σαρανταρέα (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Ἀθῆν. (παλαιότ.) Συνών. ἀνάγλυκα 2, ἀνάρα͜ια 1. (β) Χρονικῶς σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. κ.ἀ.) Τσακων.: Ἀραία ἀραία ἔλα Κερασ. Ὄφ. Τραπ. Λέει ἀρα͜ιὰ τοὶς κρυβέντες του Πελοπν. (Βούρβουρ.) Κατουράου ἀρύτερα Πελοπν. (Μεσσ.) || Φρ. Ἀρα͜ιὰ καὶ ποῦ ἤ ἀρα͜ιὰ καὶ κἄπου (σπανίως) σύνηθ. Ἄρου καὶ κὰπου Κίμωλ. Ἀα τζαὶ ῆ Τσακων. || Παροιμ. Ἀραιὰ καὶ πάντ᾽ ἀγάπ’ (αἰ συχναὶ ἐπισκέψεις καθιστοῦν τὸν ἐπισκεπτόμενον φορτικὸν, ἐνῷ αἱ ἀραιαὶ ἀγαπητὸν) Θρᾴκ (Σαρεκκλ.) Ἀρα͜ιά, γαμπρέ μου, νὰ ’ρχισι, νά ᾽σι κιˬ ἀγαπημένους (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Μακεδ. || ᾎσμ. Ἀρὰ καὶ ποῦ θενὰ βρεθῇ, ἀρὰ καὶ ποῦ θὰ λάχῃ, κόρη μὲ τὰ ξανθὰ μαλλιˬὰ καὶ μαῦρα μάθιˬα νὰ ’χῃ Κρήτ. 2) Χαλαρῶς, ἐπὶ τῆς ὑφῆς Πόντ. (Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.): Ἀραία πλέκω - ὑφαίνω κττ. Συνών. ἀγανὰ 1, ἀγανίκλα 2, ἀνάγλυκα 1, ἀντίθ. κρουστά, σφιχτά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/