βλογιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βλογιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βλογιˬάζω, εὐλογιˬάζω Κεφαλλ. –ΔΠαχτίκ. Δημώδ˙ ᾊσμ. 49 –Λεξ. Μπριγκ βλογιˬάζω Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Ἤπ. Πελοπν (Λιγουρ.) κ.ἀ. βλουγιˬάζου Στερελλ. (Ἀράχ.) κ.ἀ. βλουιˬάζου Ἤπ. (Ζαγόρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Παθ. εὐλογιˬάζομαι Κύπρ. Μετοχ. βλογιˬασμένος σύνηθ. βλουγιˬασμένους βόρ. ἰδιώμ. βλουιˬασμένους Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ βλογιˬά.
Σημασιολογία
1) Ἑνώνω διὰ γάμου, ὑπανδρεύω ΔΠαχτίκ. ἔνθ. ἀν.: Τώρᾳ τὰ σπίτιˬα μου πουλοῦν, τ᾽ ἀμπέλιˬα μου μοιράζουν, τώρα καὶ τὴν ἀγάπη μου μ᾿ ἄλλον τὴν εὐλογιˬάζουν. Συνών. βλογῶ, παντρεύω, στεφανώνω. 2) Ἀμτβ. Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Κεφαλλ. Πελοπν. (Λιγουρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀράχ.) κ.ἀ. –Λεξ. Μπριγκ. καὶ παθ. Κύπρ. προσβάλλομαι ὑπὸ τῆς νόσου βλογιˬᾶς: ᾎσμ. Τὴ φετινὴ τὴν ἄνοιξι, τοῦτο τὸ καλοκαίρι, μᾶσε βλογιˬάσαν τὰ παιδιˬὰ κιˬ οὕλα τὰ παλληκάριˬα Λιγουρ. Καὶ μετβ. προσβάλλω τινὰ διὰ τῆς νόσου βλογιˬᾶς Ἤπ.: ᾎσμ. Νὰ μὴν εἶχ’ ἔρθει ὁ Θεριστὴς ὁ θλιβερὸς ὁ μῆνας, ποῦ βλόγιˬασ᾿ ὅλα τὰ παιδιˬά, ὅλα τὰ παλληκάριˬα. Μετοχ. 1) Ὁ προσβεβλημένος ὑπὸ τῆς εὐλογίας σύνηθ. 2) 'Ο ἔχων μικρὰ ἐκφύματα ἐπὶ τοῦ φλοιοῦ, συνήθως ἐπὶ ἐλαιῶν Μακεδ. (Χαλκιδ): Βλουγιˬασμένις ἰλα͜ιές.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA