ἀναγαλατσιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναγαλατσιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναγαλατσιˬάζω Πελοπν. (Λάκων.) ἀναγαλιτσιˬάζω Πελοπν. (Μάν.) ἀναgαλιτσιˬάζω Πελοπν. (Μάν.)

Ετυμολογία

Εκ τῆς προθ. ἀνά καὶ τοῦ ρ. γαλατσιˬάζω.

Σημασιολογία

Α) ᾿Αμτβ. 1) Ἐξάγω γαλακτῶδες ὑγρόν, ἰδίᾳ ἐπὶ τοῦ ζυμωνομένου ἄρτου Πελοπν. (Λάκων): Ἀναγαλάτσιˬασε τό ζυμάρι. 2) Ὑφίσταμαι μικρὰν ἐφίδρωσιν, ἱδρώνω ὀλίγον τι Πελοπν. (Μάν.) Β) Μετβ. 1) Καθιστῶ τι ὑγρόν, ὑγραίνω Πελοπν. (Λάκων): Τόση λίγη βροχὴ ἔκαμε, ἴσιˬα γιˬὰ νὰ ἀναγαλατσιˬάσῃ τὸν κόσμο. 2) ᾿Ανακατεύω τὰ νερά., θολώνω Πελοπν. (Λακων.):Ἀναγαλατσιˬάσετε τὰ νερά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/