βλογιˬοκόβομαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βλογιˬοκόβομαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βλογιˬοκόβομαι ἀμάρτ. βλουκόβουμι Στερελλ. (Αἰτωλ.) Μετοχ. βλογιˬοκομμένος κοιν. εὐλοκομμένος Ζάκ. βλουγιˬουκουμμένους βόρ. ἰδιώμ. βλοιˬοκομμένος ἐνιαχ. βλουιˬουκουμμένους Εὔβ. (Ἄκρ. Στρόπον.) κ.ἀ. βλουιˬακουμμένους Θεσσ. βλοϊκομμένος Ἤπ. βλουϊκουμμένους Ἤπ. (Ζαγόρ.) κ.ἀ. βλογοκομμένος Πελοπν. (Ἀρκαδ. Κορινθ. Σουδεν. Τρίκκ. κ.ἀ.) –Λεξ. Βλαστ. 396 Δημητρ. βλουκουμμένους Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ) κ.ἀ. ἀβλουγιˬουκουμμένους Στερελλ. (Ἀράχ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βλογιˬὰ καὶ τοῦ ρ. κόβομαι, δι’ ὃ ἰδ. κόβω. Τὸ βλουκόβουμι, εὐλοκομμένος καὶ βλουκουμμένους κατ᾿ ἀνομ.
Σημασιολογία
Ἀποκτῶ εἰς τὸ πρόσωπον οὐλὰς τῆς εὐλογίας Στερελλ. (Αἰτωλ.): Τοὺν κό’σι ἡ βλουιˬὰ κὶ βλουκόφκι τοὺ πρόσουπου τ᾿. Μετοχ. βλογιˬάρις 1, ὃ ἰδ., κοιν.: Βλογιˬοκομμένος ἄντρας. Βλογιˬοκομμένη γυναῖκα. Βλογιˬοκομμένο κορίτσι-παιδὶ-πρόσωπο κττ. Πβ. βλογιοχτυπε͜ιέμαι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA