ἀναγάλλιˬασμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναγάλλιˬασμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀναγάλλιˬασμα τό, Ζάκ. κ.ἀ. -ΓΒλαχογιάνν. Λόγοι κι ἀντίλογ. 139 ΚΠαλαμ. Τραγούδ. πατρ. 180 (Ἑβδομαδ.Τύπ. 24|6|3 Ἰουνίου 1984) -Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀναγαλλιˬάζω. Παρὰ Βλάχ. ἀναγαλλίαμα.
Σημασιολογία
Ἀναγάλλιˬασι 1, ὃ ἰδ., ἔνθ' ἀν.: Ὅλοι νο͜ιώθαμε ἀναγάλλιˬασμα (Ἑβδομαδ. Τύπ. ἔνθ’ ἀν.). Τὰ μέτωπά τους ἀνθίσανε παρθένα ἀναγαλλιˬάσματα ΓΒλαχογιάνν. ἔνθ’ ἀν. Ποιημ. Μὰ μόνο τότε θενὰ εἰπῶ πῶς χόρτασα ὡστόσο καὶ τότε μ’ ἀναγάλλιˬασμα τὰ χέριˬα θὰ σταυρώσω ΚΠαλαμ ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA