γαρδελόγλωσσα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαρδελόγλωσσα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γαρδελόγλωσσα ἡ, Κεφαλλ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. γαρδέλι καὶ γλῶσσα.

Σημασιολογία

1) Ἡ γλῶσσα τῆς ἀκανθίδος : Μωρέ, καὶ γαρδελόγλωσσες νὰ dοῦ δώκῃς, δὲ ’φχαριστε͜ιέται (δηλ. τὸ πλέον σπάνιον καὶ δυσεύρετον φαγητὸν ἂν τοῦ προσφέρῃς). Ἔχω γαρδελόγλωσσες σήμερα (δηλ. σπάνιον καὶ ἐξαιρετικὸν φαγητόν). 2) Μεταφ., ἡ γλῶσσα ἀκαταπαύστως φλυαρούσης γυναικός : Ἄκου γαρδελόγλωσσα!

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/