βλογιστερὸ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βλογιστερὸ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βλογιστερὸ τό, φλουΐστιρου Θρᾴκ. (Κωστ. Σουφλ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. *βλογιστὴς<βλογίζω<βλογῶ καὶ της παραγωγικῆς καταλ. –ερό, δι᾿ ἣν ἰδ. –ερός.

Σημασιολογία

1) Ἡ ξυλίνη σφραγὶς μὲ τὴν ὁποίαν σφραγίζεται ὁ ἄρτος τῆς λειτουργίας, τὸ πρόσφορο Σουφλ. Συνών. βλογιˬόγυρος. 2) Ἀντίδωρον ἀπὸ τὸν ἄρτον τῆς λειτουργίας Κωστ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. βλογιˬὰ 8 γ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/