γαρδελόχορτο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαρδελόχορτο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γαρδελόχορτο τό, Κέρκ. Γαρδελοχόρτι Πελοπν. (Γαργαλ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. γαρδέλι καὶ χόρτο.

Σημασιολογία

Τὸ φυτὸν σηνέκιον τὸ κοινὸν (senecio vulgaris), ὁ ἠριγέρων τῶν ἀρχαίων, οὗτινος οἱ σπόροι τρώγονται ὑπὸ τῶν ἀκανθίδων ἔνθ’ ἀν.: Ὁ κῆπος μας γιˬόμισε γαρδελοχόρτιˬα καὶ πάνου ἔναι κολλητσαριˬὰ τὰ γαρδέλιˬα καὶ τρῶνε τὰ σποράκιˬα Γαργαλ. Συνών. καρδερινόχορτο, μαρτιˬάκος, μαρτιˬάτικο (βλ. μαρτιˬάτικος).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/