ἀναγγέλλω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναγγέλλω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναγγέλλω Χίος ἀνεγγέλλω Χίος ἀναγγἑλνω Ἤπ. ἀνεντζέλλω Χίος
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἀναγγέλλω= φέρω ἀγγελίαν.
Σημασιολογία
1) Ὑπενθυμίζω χάριν ζητῶν οἱονεὶ ἀνταμοιβὴν Ἤπ. :Τί μὄκανες καὶ μοῦ τὸ ἀναγγἐλνεις ; Μεγάλο πρᾶμα μὄκαμες; τί μοῦ τὸ ἀναγγέλνεις; Πβ. ἀναπιˬάνω, ἀποχτυπῶ. β) ᾿Ονειδίζω τινὰ Ἤπ. 2) Παρακινῶ τινα νὰ κάμῃ τι καλὸν ἢ κακὸν Χίος: Κἀνεὶς ᾿ὲν τοῦ φταίγει, μόνον εὐτὀς ποῦ τὸν ἐνέντζελλεν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA