γαρδίλης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαρδίλης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γαρδίλης ἐπίθ. Πόντ. (Κερασ.) γαρδίλτς Πόντ. (Χαλδ.) σγαρτίλης Πελοπν. (Πάν.) γορδίλης Πόντ. (Οἰν.) γορδίλτς Πόντ. (’Αμισ. Κοτύωρ.) Θηλ. γαρδίλα Πόντ. (Κερασ.) γορδίλα Πόντ. (’Αμισ. Κοτύωρ.) γαρδίλαινα Πόντ. (Κοτύωρ. Χαλδ.) γορδίλαινα Πόντ. (Κοτύωρ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γαρδίλι παρ’ ὃ καὶ γορδίλι, ἢ ἐκ τοῦ συνων. ἐπιθ. γαρδιλομάτης, ὅ ἰδ., κατὰ σύντμησιν, δι’ ἣν βλ. Γ.Χατζιδ.,͵ ᾽Αθηνᾶ 36 (1924), 199/200 ΜΝΕ 1, 170|171.

Σημασιολογία

Ὁ ἔχων ὀφθαλμοὺς μεγάλους, οἱονεὶ διεσταλμένους, καὶ προπετεῖς ἔνθ’ ἀν.: Πολλὰ γαρδίλτς ἔν’, τ’ ὀμμάτ τ’ ἔξ’ Πόντ. (Χαλδ.) Ὁ σγαρτίλης! δὲ λέει νὰ κλείσῃ μάτι (ἐπὶ νηπίου λικνιζομένου ὑπὸ τῆς μητρὸς πρὸς ὕπνον, ἀλλὰ διατηροῦντος ἐπιμόνως τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀνοικτοὺς) Πελοπν. (Πάν.).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/