γαρδιλομάτης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαρδιλομάτης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γαρδιλομάτης ἐπίθ. Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) γαρδιλομμάτ’ς Πόντ. (Χαλδ.) γαρδελομάτης Πελοπν. (Καρυόπ Κίτ. Μάν.) σγαρδελομάτης Πελοπν. (Πάν.) γορδιλομάτης Πόντ. (Οἰν.) γορδιλομμάτ’ς Πόντ. (’Αμισ. Κοτύωρ.) Θηλ. γαρδιλομάταινα Πόντ. (Κερασ.) γαρδιλομμάταινα Πόντ. (Χαλδ.) γορδιλομμάταινα Πόντ. (Κοτύωρ.) γαρδελομάτα Πελοπν. (Κίτ. Μάν. Πάν.) Οὐδ. γαρδιλομάτικον Πόντ. (Κερασ.) γαρδιλομμάτ’κον Πόντ. (Χαλδ.) γορδιλομμάτ’κον Πόντ. (Κοτύωρ.)
Ετυμολογία
Πιθανῶς ἐκ τοῦ συνων. γαργαλιδομ{μ)άτης καθ᾽ ἁπλολογίαν (γαρλιδομ(μ)άτης) καὶ ἀντιμετάθεσιν (γαρδιλομάτης). Οἱ μετὰ διπλοῦ μ τύποι ἔχουν ὡς β’ συνθετ. τὸν τύπ. ὀμμάτιν, δι᾿ ὃ βλ. μάτι. Ὁ τύπ. γαρδελομάτης κατὰ παρετυμολογίαν ἴσως πρὸς τὸ γαρδέλι παρ’ ὃ καὶ σγαρδέλι. Πβ. γαρδιλώνω.
Σημασιολογία
Ὁ ἔχων τοὺς βολβοὺς τῶν ὀφθαλμῶν μεγάλους καὶ προεξέχοντας τῶν κογχῶν ἔνθ’ ἀν.: Τὸ γορδιλομάτη χάζιν ’κὶ φτάω (δὲν χωνεύω τὸν γουρλομάτην) Πόντ. (Οἰν.) Αὐτὸς ὁ γαρδελομάτης μὲ κοιτάζει μέσα ’ς τὰ μάτια Πελοπν. (Καρυόπ.) Ἔναι γαρδελομάτα κ’ ἔχει καὶ μεγάλη μύτη Πελοπν. (Κίτ.) Συνών. γαργαλομμάτης, γαργαλιδομμάτης, γαριδομάτης, γουρλομάτης.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA