ἀναγέλασμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναγέλασμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀναγέλασμα τό, Κρήτ. Κύπρ. Πάρ. Πελοπν.(Βούρβουρ. Λακων.) Πόντ. (’Ινέπ.) κ. ἀ. -ΓΒλαχογιάνν. Γῦροι ἀνέμ. 48-Λεξ͵ Κομ. Περιδ Βυζ Δημητρ. ἀνεγἐλασμα Α.Κρήτ. ἀνεέλασμα Κἀρπ. ᾿ναέλασμα Σύμ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀναγελῶ. Ἡ λ. καὶ παρὰ Πορτ.

Σημασιολογία

1) Περίπαιγμα, ἐμπαιγμὸς, χλεύη Κύπρ. Πάρ. Πελοπν (Βούρβουρ. Λακων.) Πόντ.(Ἴνέπ.) -ΓΒλαχογιάνν. ἔνθ᾽ἀν. -Λεξ. Κομ. Περίδ. Βυζ.: ᾿Εγὼ δὲν εἶμαι κἀμμιˬὰ ζαβὴ νὰ μοῦ κάμῃ ἀναγελάσματα Λακων. Μὲν γελᾷς, κόρη μου, τ᾽ ἔν ἔν᾿ τοῦ άναγελασμάτου Κύπρ. Οἱ βοσκοὶ θὰ ’ρθοῦνε κάθε ἀναγελάσματα, πομπή, ντροπή, κατάρα νὰ σοῦ ψάλουν ΓΒλαχογιάνν. ἔνθ’ ἀν. ‖ Παροιμ. Τῆς νύχτας ἡ δουλε͜ιά τῆς ἡμέρας τ᾿ ἀναγέλασμα (ἐπὶ ἐλαττώματος ἔργου γενομένου ἐν καιρῷ νυκτός. Συνων παροιμ. τῆς νύχτας τἁ καμώματα τἀ βλέπει ἡ μέρα καὶ γελᾷ) Ἰνεπ. Συνων. ἀνάγελο 1. 2) Τὸ ἀντικείμενον γέλωτος, περίγελως Κάρπ.Κρήτ. Συμ-Λεξ. Δημητρ.: ᾿Ναέλασμα τοῦ κόσμου Σύμ. Αὐτὸς εἶναι τ᾿ ἀναγέλασμα τοῦ χωριοῦ του Κρήτ.|| Παροιμ. Τοῦ κόσμου τ’΄ἀναγέλασμα τον κόσμο ἀναγέλα (ἐπί οὐτιδανοῦ ἐμπαίζοντος ἄλλους)Λεξ. Δημητρ. Συνών. ἀναγέλαστρον 1, ἀνάγελο 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/