ἀφόρμισι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφόρμισι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀφόρμισι ἡ, Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀφορμίζω. Ἡ λ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Α 1847 «ὡς ἤνοιξε καὶ δὲ θωρεῖ τὴ στόρησιν ἐκείνη, | σ' ἀφόρμισι τὸν ἔρριξε κι ἄλλος ἐξαναγίνη».
Σημασιολογία
Παραφροσύνη, φρενοβλάβεια.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA