γαρδούμι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαρδούμι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γαρδούμι τό, Θήρ. Κέρκ. Κρήτ. Νάξ. (Φιλότ. κ.ἀ.) Χίος -Λεξ. Βάιγ Λάουνδ. Μπριγκ. Βλαστ. 277 γαρδούμπι Εὔβ. (Αἰδηψ. κ.ἀ.) γαρδούbι Πάρ. Χαρδούμι ᾿Αμοργ. χαρdούμι Κῶς σγαρδούμι Θήρ. Σάμ. (Μαραθόκ.) ’αρδούμι Νάξ. (’Απύρανθ.) βαρδούμι Νάξ. (Φιλότ.) οὐαρδούμι Νάξ. (Φιλότ.) γαρδούνι Πελοπν. (Λακων. Μεσσ κ.ἀ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Βυζαντ. γαρδούμιον, ὃ ἐκ τοῦ Λατιν. caldumen. Πβ. Ἡσύχ.: «κόλλιξ· τὸ γαρδούμιον» καὶ Δουκ. ἐν λ. γαρδούμιον. Βλ. G.Meyer, Neugr. Stud. IV, 22. Κ. Ἄμαντ., ᾽Αθηνᾶ 23 (1911 ), 487. Διὰ τὴν τροπὴν τοῦ μ εἰς μπ (b) εἰς τὸν τύπ. γαρδούμπι (γαρδούbι), βλ. Φ. Κουκουλ., ᾽Αθηνᾶ 49 (1939), 118. Β. Φάβ., αὐτόθ. 52 (1948), 273. Ὁ τύπ. γαρδούνι ἐκ τοῦ πληθ. γαρδούμιˬα>γαρδούμνιˬα>γαρδούνιˬα. Ὁ τύπ. σγαρδούμι (ἐκ προσθήκης ἀρκτικοῦ σ) καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1) Ἔδεσμα παρασκευαζόμενον ἐκ τῶν λεπτῶν ἐντέρων ἀμνῶν, ἐρίφων, προβάτων καὶ αἰγῶν, ἅτινα πλύνονται ἐπιμελῶς, κόπτονται εἰς τεμάχια, τυλίσσονται δίκην βοστρύχων μετὰ τεμαχίων τοῦ ἐπίπλου ἤ καὶ τοῦ ἥπατος, τῶν πνευμόνων, τοῦ σπληνὸς ἢ τοῦ στομάχου τῶν σφαγίων (ἀναλόγως τῶν διαθεσίμων ὑλικῶν, τῆς κατὰ τόπον συνηθείας καὶ τῶν προσωπικῶν ὀρέξεων) καὶ μαγειρεύονται καρυκευόμενα διὰ πιπέρεως καὶ ἄλλων ἡδυσμάτων ἔνθ’ ἀν. : Νὰ πλύνῃς τὰ ἄdερα, νὰ τὰ φτε͜ιάσῃς γαρδούμιˬα Θήρ. κ.ἀ. Τὰ ’αρδούμιˬα τὰ κάνουνε βραστά, τηανητά, ψηστὰ μὲ τσὶ πατάτες… Νάξ. (’Απύρανθ.) Τὰ βαρδούμια ’ναι ἀξύgι κι ἄdερα τυλιμένα Νάξ. (Φιλότ.) Συνών. γαρδούμα, κοτσίδα, πλεξούδα, τυλιχτό, χορδή. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Χίος (Καρδάμ.) β) Μεταφ., ἐν τῇ φρ. κάνω γαρδούμιˬα=ἔρχομαι εἰς χεῖρας, συμπλέκομαι πρός τινα κατόπιν ἔριδος Νάξ. (’Απύρανθ.) : Τρέχα, ᾿ιˬὰ θὰ κάμουνε ᾿αρδούμιˬα οἱ θυατέρες, τσακώνοdαι πάλι. Συνών. φρ. γίνομαι μαλλιˬὰ-κουβάριˬα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA