βόγγημα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βόγγημα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βόγγημα τὸ, γόγγυσμα πολλαχ. καὶ. Πόντ. (Οἰν.) γόγγυσμαν Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) γόντυσμαν Κύπρ. κούντυσμαν Κύπρ. βόγγημα πολλαχ. γόγγημα Πελοπον. (Κυνουρ.) γόγγημαν Πόντ. (Κοτύωρ.) κόντημαν Κύπρ. γκό’μα Σκόπ. βούγγυγμα Ἤπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. βογγῶ, παρ’ ὃ καὶ γογγύζω. Ὁ τύπ. γόγγυσμα καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

Στεναγμὸς ἔνθ᾽ ἀν.: Ἄλλος ἦχος δὲν ἀκούγονταν τριγῦρο παρὰ τὸ βόγγημα τῆς θε͜ιακούλλας καὶ τὸ ρουχαλητὸ τῆς γάττας Γ’Επαχτίτ. ἐν Προπυλ. 1, 241. ‖ Ποίημ. Χωρὶς γόγγυσμα κιˬ ἀντάρα, παρὰ ἐκείνη μοναχή, ὁποὺ ἐκάναν μὲ τὴν κάρα, μὲ τὰ στήθῃα’ς τὰ γκρεμὰ ΔΣολωμ. (ἔκδ. Πολυλ.) 64. Συνών. ἀναστέναγμα, ἀναστεναγμός, βογγημάρα, βογγητιˬό, βογγητό, βόγγος, στεναγμός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/