γαρδουμολόγος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαρδουμολόγος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γαρδουμολόγος ὁ, ἀμάρτ. γαρδουμολόος Πελοπν. (Κλουτσινοχ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γαρδούμα καὶ τῆς παραγωγ καταλ. -λόγος, περὶ ἧς βλ. Γ. Χατζιδ., Ἀθηνᾶ 22 (1910), 284.

Σημασιολογία

Ὁ εἰδικὸς ἢ ὁ ἀσχολούμενος ἁπλῶς εἰς τὴν παρασκευὴν γαρδουμῶν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/