ἀφόρτωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφόρτωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀφόρτωτος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ. κ.ἀ.) ἀφόρτουτους βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *φορτωτὸς < φορτώνω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ λαβὼν τὸν φόρτον του, ὁ μὴ φορτωθεὶς κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ. κ.ἀ.): Ἀφόρτωτο ἄλογο. Ἀφόρτωτη μαούνα. β) Μεταφ. ἀπηλλαγμένος οἰκογενειακῶν βαρῶν Λεξ. Δημητρ. 2) Ὁ μὴ ὡς φορτίον ἐναποτεθείς που πρὸς μεταφορὰν κοιν.: Τὸ λᾴδι ἔμεινε ἀφόρτωτο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA