γαριˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαριˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γαριˬὰ ἡ, Εὔβ. (Ἄκρ. κ.ἀ.) Κάρπ κ.ἀ. βαριˬὰ Κάρπ. ᾿αριˬὰ Κάρπ. Κάσ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γάρος καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ιˬά. Διὰ τὸν τύπ. βαριˬά, προελθόντα διὰ τροπῆς τοῦ γ εἰς β, βλ. Χ. Παντελίδ., Φωνητ., 36|37.
Σημασιολογία
Ὁ ρύπος τῶν ἐνδυμάτων ἔνθ᾽ ἀν.: Βγάλ’ του πιˬὰ αὐτὸ τοῦ ροῦχου, ἔπιˬασι γαριˬὰ Εὔβ. (Ἄκρ. κ.ἀ.) Νὰ βγάλῃς τὶς βαριˬὲς τῶ ρουχῶ Κάρπ. Συνών. γαριˬωμάδα γαριˬωματιά. λέρα. λερωμάδα λερωματιˬά. Πβ. καὶ γάρος 4. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τύπ. Γαριˬὲς Κάρπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA